ἐφορμᾶι — ἐφορμᾷ , ἐφορμάω stir up pres subj mp 2nd sg ἐφορμᾷ , ἐφορμάω stir up pres ind mp 2nd sg (epic) ἐφορμᾷ , ἐφορμάω stir up pres subj act 3rd sg ἐφορμᾷ , ἐφορμάω stir up pres ind act 3rd sg (epic) ἐφορμᾷ , ἐφορμάω stir up pres subj mp 2nd sg ἐφορμᾷ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορμάσηι — ἐφορμά̱σῃ , ἐφορμάω stir up aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἐφορμά̱σῃ , ἐφορμάω stir up aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἐφορμά̱σῃ , ἐφορμάω stir up fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐφορμά̱σῃ , ἐφορμάω stir up aor subj mid 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορμαθείς — ἐφορμᾱθείς , ἐφορμάω stir up aor part pass masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐφορμᾱθείς , ἐφορμάω stir up aor part pass masc nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορμᾶν — ἐφορμάω stir up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐφορμάω stir up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐφορμάω stir up pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐφορμᾶ̱ν , ἐφορμάω stir up pres inf act (epic doric) ἐφορμάω stir… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наскакати — НАСКА|КАТИ 1 (3*), ЧОУ, ЧЕТЬ гл. Набрасываться, нападать: не тъкмо отъпѹштениѥ грѣховъ не даѥтьсѧ имъ. нъ и паче наскачеть на нѧ ди˫аволъ. (αὐτοῖς ἐπιπεδᾷ) Изб 1076, 212; и левъ ˫арѧсѧ прекы наскаче(т). (ἐφορμᾷ) ГБ XIV, 113г; || перен.: сиѧ ѹбо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek
εμπήδησις — ἐμπήδησις, η (Α) το να πηδάει ή να εφορμά κανείς εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
πασίρροπος — ον, Μ αυτός που εφορμά με όλη του τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + ρροπος (< ῥοπή < ῥέπω), πρβλ. ετοιμόρροπος] … Dictionary of Greek
επιθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επίθεση, ο κατάλληλος για επίθεση, που χρησιμεύει για επίθεση: Επιθετικά όπλα. 2. που έχει χαρακτήρα επίθεσης, που γίνεται για επίθεση ή με επίθεση: Επιθετικό ύφος. – Επιθετική κίνηση. 3. που έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)